Tα Δημόσια Αγαθά αποτελούν την ουσία της Δημοκρατίας.

Η παγκοσμιοποίηση κάνει αισθητή την παρουσία της  αρχικά κυρίως με τη μορφή των οικονομικών και τεχνολογικών διεργασιών. Εμφανίζεται  ως μια «νέα» οικονομική πρόταση, η οποία υιοθετεί το ελεύθερο εμπόριο και την απελευθέρωση των αγορών από τους εναγκαλισμούς των παρεμβάσεων του εθνικού κράτους , ως προσπάθεια διεύρηνσης υποτίθεται της ευημερίας των χωρών του πλανήτη και ειδικά του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Είναι η εποχή του θετικού οικονομικού φιλελευθερισμού του Κλίντον.
Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι το οικονομικόν , προτάσσεται έναντι όλων των υπολοίπων κοινωνικών στιγμών όχι μόνο ως  θεωρητική πρόταση  αλλά και έναντι όσων ιστορικά συνέβαιναν  στα παρελθόντα έτη.
Κυρίως η επίθεση κατευθύνεται  ενάντια στο πολιτικόν, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, κατηγορείται ως υπεύθυνο και εμπόδιο στην εξάπλωση του οικονομικού και συνεπώς της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών υπό τη σκέπη του ελεύθερου εμπορίου και του οικονομικού φιλελευθερισμού. 
Προτάσσεται το οικονομικό, η ελεύθερη αγορά, η απορύθμιση των οικονομικών σχέσεων , που σημαίνει παράλληλα απορύθμιση των εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων.
Κύριο και βασικό χαρακτηριστικό της «απελευθέρωσης», οι ιδιωτικοποιήσεις του «δημόσιου νοικοκυριού»[1] . Το δημόσιο νοικοκυριό, το οποίο άρχισε να σχηματίζεται από  το 1930 στην
Αμερική, και στην Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , αποτελεί τη λεία προς προσπορισμό. Το δημόσιο νοικοκυριό είναι ο χώρος στον οποίο πρέπει να επενδυθεί στην παρούσα συγκυρία
το ιδιωτικό κεφάλαιο.
 Εάν παρακολουθήσουμε προσεκτικά τις εξελίξεις, οι επενδύσεις οι οποίες πραγματοποιούνται  από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο αφορούν σε υπάρχουσες δημόσιες επιχειρήσεις.[2].
Πάνω εκεί στηρίζονται και χτίζουν, τις νέες οικονομικές αυτοκρατορίες.
Ας πούμε ορισμένες διαπιστώσεις σχετικά με τα δημόσια αγαθά.
Η πρώτη και βασική διαπίστωση είναι η ακόλουθη :   η διαδικασία ανάδειξης ενός αγαθού σε δημόσιο δεν υπόκειται σε εξωτερικούς φυσικούς  ή αντικειμενικούς καταναγκασμούς αλλά μόνο σε
πολιτικές αποφάσεις.  Με απλά λόγια η διαδικασία αυτή είναι μόνο και εξόχως πολιτική.
Τα δημόσια αγαθά παρά το ότι εμφανίζονται  πρωταρχικά ενδεδυμένα με το μανδύα  του  οικονομικού
πόρρω απέχουν από το να είναι τέτοια. Συνεπώς πρέπει να ξεφύγουμε από την απλή αντιμετώπιση των δημοσίων αγαθών ως οικονομικών αγαθών.
 Μπορούμε να εξετάσουμε το πώς αντιμετωπίζει η οικονομική θεωρία  τα δημόσια αγαθά για να αντιληφθούμε που υπάρχει το πρόβλημα.[3]
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία τα δημόσια αγαθά και οι δημόσιες υπηρεσίες προκύπτουν από τον τεχνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι διαιρετές σύμφωνα με τις ατομικές προτιμήσεις ή για αγαθά και υπηρεσίες που εμφανίζονται εκεί όπου μεγάλες εξωτερικές λειτουργίες απαιτούν δημόσια δραστηριότητα.  Τα γνήσια δημόσια αγαθά έχουν δύο βασικές ιδιότητες[4] . Η πρώτη ότι δεν είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους. Η δεύτερη ότι δεν είναι επιθυμητό να περιοριστεί η χρήση τους. Έτσι υπάρχουν αγαθά  που μπορούν να έχουν και τα δύο παραπάνω
χαρακτηριστικά ή αγαθά που ενώ είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους δεν είναι επιθυμητό (μη γνήσια δημόσια αγαθά).Στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι οικονομικό και αναφέρεται στο ότι στις περιπτώσεις αυτές το οριακό κόστος υπερβαίνει το οριακό έσοδο.
Συγχρόνως υπάρχουν σειρά από αγαθά τα οποία σύμφωνα με την οικονομική θεωρία ανήκουν στα ιδιωτικά αλλά παράγονται και προσφέρονται δημοσίως.
Ονοματιζόμενα ως ιδιωτικά δεν παρουσιάζουν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των δημοσίων αγαθών που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Πρόκειται για αγαθά επομένως που κάλλιστα μπορούν να παραχθούν και να προμηθευθούν ιδιωτικά.
Οι λόγοι που σε διάφορες χρονικές συγκυρίες παράγονται και προμηθεύονται δημοσίως  ανήκουν σε άλλους και όχι σε οικονομικούς. Οι «άλλοι», δεν μπορεί παρά να είναι λόγοι που συνάδουν με το
Πολιτικόν που με αποφασιστικό τρόπο ονοματίζει το τι είναι Δημόσιο και τι είναι Ιδιωτικό.
Η παραδοχή ότι το Πολιτικόν είναι η θεσπίζουσα οντότητα με όπλο την ισχύ, κλονίζει τα θεμέλια της οικονομικής θεωρίας ανατρέποντας άρδην την όποια συστηματική επιστημοσύνη προβάλλει η τελευταία . Για το λόγο αυτό αντιπαραθέτει ως επιστημονική την άποψή της περί τεχνικής αδιαιρετότητας της παραγωγικής διαδικασίας ενώ απορρίπτει μετά βδελυγμίας οιανδήποτε άποψη περί ισχύος.
 Η προσπάθεια της οικονομικής θεωρίας να αντικειμενοποιήσει τα κριτήρια ορισμού των δημοσίων
αγαθών , υπάγοντάς τα κατά βάση στην τεχνική φύση και στα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής αποτελεί ένα έωλο επιχείρημα από την πλευρά της .
Με το συγκεκριμένο  τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος προσπαθεί να επιτύχει δύο στόχους : αφενός να αφήσει αλώβητη τη βασική της προκείμενη περί του αγοραίου χαρακτήρα όλων των αγαθών, και συγχρόνως να μπορεί στο μέλλον την όποια διαφοροποίηση παρατηρηθεί να την δικαιολογήσει
αποδίδοντάς την στις τεχνολογικές  εξελίξεις και  να την χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, ακριβώς όπως πράττει σήμερα,  αφετέρου να υποκρύψει  ότι ο χαρακτηρισμός των διαφόρων αγαθών ,ως δημοσίων , αποτελεί αντικείμενο κυριαρχικής δημόσιας θέσπισης και να της αποδοθεί ο εξ αντικειμένου «φυσικός» καθορισμός. Όμως αυτή η «αντικειμενικότητα» όχι μόνο δεν είναι πραγματική αλλά είναι και επιπλέον
διαστρεβλωτική της πραγματικότητας.
 Όπως σημειώνει ο Κ. Τσουκαλάς σε μια έξοχη διατύπωση ,
 «Δεν είναι η «φυσική» μη διαιρεσιμότητά  τους ούτε η «αντικειμενική» μη διαπραγματευσιμότητά τους που τα καθιστά δημόσια,  αλλά , αντίθετα , με τη συμβολική ανάδειξή τους σε δημόσια , σηματοδοτούνται ως αδιαίρετα και ως μη αγοραία…Με την έννοια αυτή , τα δημόσια αγαθά αποτελούν ,περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θεμελιώδη έκφραση των κυρίαρχων ηθικών και πολιτισμικών αντιλήψεων για το τι «είναι» και τι συμβολίζει , η κοινότητα» [5].
 Με την έννοια αυτή , και άλλα αγαθά ή υπηρεσίες μπορούν να θεσπισθούν ως δημόσια αγαθά , ανεξάρτητα από το κατά πόσον είναι , ή δεν είναι καθεαυτά διαιρετά. Η διαδικασία ονομασίας   τους σε δημόσια αγαθά είναι εξόχως πολιτική και μόνο πολιτική. «Έτσι , δεν έχει τόση σημασία εάν τα αγαθά είναι από τη φύση τους διαιρετά και, επομένως , εάν είναι κατά περιεχόμενο διαφορετικά από εκείνα που αποτελούν αντικείμενο των οικονομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων: πράγματι, τα οποιαδήποτε καταστατικά εξωαγοραία αγαθά που παρέχονται σε όλους επί ίσοις όροις δεν είναι εμπορεύματα , δεν οδηγούν σε ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους επίδοξους χρήστες τους και επομένως δεν δομούνται στο πλαίσιο μιας κατασκευασμένης οικονομικής στενότητας»[6].
Η αποδοχή της εσωτερικής λογικής της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης οδηγεί την κατανεμητική διαδικασία στα χέρια ενός «πλασματικού»  θεσμού όπως είναι η ελεύθερη αγορά.
Αντιθέτως η υιοθέτηση της πολιτικής ως εγγενούς δημοκρατικής στιγμής του κοινωνικού ατόμου οδηγεί στη
 μετατροπή του δημοσίου από απλό τροφοδότη αγαθών και υπηρεσιών που για τεχνικούς δεν μπορούσαν να παραχθούν από τον ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με την οικονομική θεωρία  , σε μια «πολιτική αγορά» με βασικές κατανεμητικές  εξουσίες οι οποίες υποκαθιστούν εν μέρει  τις λειτουργίες της καπιταλιστικής αγοράς λαμβάνοντας υπόψη τους βασικούς περιορισμούς που απορρέουν από αυτή.
Το όλο επιχείρημα προσβλέπει στη   δημιουργία μιας «πραγματικής δημόσιας σφαίρας», ενός «γνήσιου δημόσιου χώρου» μιας συγκρουσιακής πολιτικής αρένας όπου εκτός των δημοσίων αναγκών θα εκφράζονταν και θα επιλύονταν και οι ιδιωτικές επιθυμίες.
 Το δημόσιο νοικοκυριό (υλικό και άϋλο)[7] αποτελεί εγγενές συστατικό της δημοκρατίας.
Monthlyreview.gr 08.01.2007

 

[1] Η φράση «δημόσιο νοικοκυριό» χρησιμοποιείται από Γερμανούς και Αυστριακούς
κοινωνιοοικονομολόγους στη δεκαετία του 1920. Δες : R .A Musgrave – A. T. Peacock : Classics in the theory of Public Economy .St. Martin’s   Press. NY 1964.
[2] Κ Μελάς ,  Παγκοσμιοποίηση , Εξάντας  1999.
  Κ Μελάς – Ι. Πολλάλης ,  Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις , Παπαζήση 2005
[3] Κ.Μελάς , Εισαγωγή στο E. Altvater, Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά.The   Monthly Review Imprint 2006.
[4] J.Stiglitz : Οικονομική του Δημοσίου Τομέα, Κριτική 1992, Κεφάλαιο5, σελίδες 161-188.
[5] Κ.Τσουκαλάς Είδωλα Πολιτισμού, Θεμέλιο 1991,σελίδα 424.
[6] Οπ.παραπάνω ,σελίδα 427.
[7] Για το περιεχόμενο του υλικού και άυλου χαρακτήρα των δημοσίων αγαθών δες : E. Altvater, Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά. ΕπιμέλειαΕισαγωγή: Κ.Μελάς. The   Monthly Review Imprint 2006.