Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου στην Ελλάδα [1]

  Η αγορά τίτλων του Δημοσίου

 Η πρωτογενής αγορά

 

Το 2003 η πρωτογενής αγορά τίτλων του Δημοσίου χαρακτηρίστηκε από αύξηση της αξίας των τίτλων που εκδόθηκαν. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν η σημαντική άνοδος των
ακαθάριστων δανειακών αναγκών του δημόσιου τομέα, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, καθώς και οι συνθήκες που επικράτησαν στις διεθνείς αγορές ομολόγων και τις χρηματιστηριακές αγορές στη διάρκεια του έτους.

Αναλυτικότερα, η ονομαστική αξία του συνόλου των τίτλων του Δημοσίου που εκδόθηκαν το 2003 αυξήθηκε στα 36,5 δισ. ευρώ, από 32,1 δισ. ευρώ το 2002 και 24,2 δισ. ευρώ το 2001. Η άντληση των κεφαλαίων αυτών έγινε τόσο μέσω νέων εκδόσεων όσο και μέσω επανεκδόσεων.

Εξάλλου, η προσφορά κεφαλαίων από τους επενδυτές στην πρωτογενή αγορά στη διάρκεια του
2003 ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ζήτηση εκ μέρους του
Δημοσίου. Συγκεκριμένα, η προσφορά αυτή τόσο για έντοκα γραμμάτια όσο και για
ομόλογα ήταν το 2003 υπερτριπλάσια της ζήτησης, αν και μειώθηκε ελαφρά σε σχέση
με το 2002. Πράγματι, ο δείκτης κάλυψης των εκδόσεων ανήλθε σε 3,3 το 2003,
φανερώνοντας ότι το ενδιαφέρον των Ελλήνων και ξένων επενδυτών για τους τίτλους
αυτούς διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα.

Οι τίτλοι που προσφέρθηκαν από το Δημόσιο το 2003 ήταν κυρίως ομόλογα με διάρκεια από 1 έως 23 έτη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, έντοκα γραμμάτια διάρκειας 3, 6
και 12 μηνών. Από τον Πίνακα 21 διαπιστώνεται ότι οι εκδόσεις των έντοκων γραμματίων κάλυψαν μόλις το 4,8% του συνόλου των εκδόσεων του 2003, δηλαδή περίπου όσο και τα δύο προηγούμενα έτη. Ειδικότερα, οι εκδόσεις αυτές αφορούσαν κυρίως 3μηνα έντοκα γραμμάτια, των οποίων η συμμετοχή ανήλθε στο 44% περίπου της συνολικής αξίας των έντοκων γραμματίων που εκδόθηκαν. Τέλος, η αξία των ομολογιακών τίτλων που διέθεσε το Δημόσιο το 2003 διαμορφώθηκε στα 34.784 εκατ. ευρώ, έναντι 30.563 εκατ. ευρώ το 2002 και 22.984 εκατ. ευρώ το 2001.

 

 Η δευτερογενής αγορά

 

Τα κύρια χαρακτηριστικά της δευτερογενούς αγοράς ομολογιακών τίτλων του Δημοσίου το 2003 ήταν η αξιόλογη άνοδος των συναλλαγών και η σημαντική διακύμανση των αποδόσεων κατά τη διάρκεια του έτους. Στις εξελίξεις αυτές συνέβαλαν οι
συνθήκες που διαμορφώθηκαν το 2003 στις διεθνείς αγορές ομολόγων, η αναβάθμιση
της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, καθώς και οι βελτιώσεις που έγιναν στη
λειτουργία της αγοράς. Συγκεκριμένα, αντανακλώντας παρόμοιες εξελίξεις στις
αποδόσεις των ομολογιακών τίτλων του Δημοσίου στη ζώνη του ευρώ, οι αποδόσεις
των αντίστοιχων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, αφού υποχώρησαν μέχρι τα μέσα
Ιουνίου σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, στη συνέχεια άρχισαν να αυξάνονται και
διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2003 περίπου στο ίδιο ύψος όπως στο τέλος του 2002.
Στις εξελίξεις αυτές συνέβαλαν, σε διεθνές επίπεδο, αρχικά η επιδείνωση των
γεωπολιτικών εντάσεων στο Ιράκ και η παρατεινόμενη αβεβαιότητα για την ανάκαμψη
της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες έστρεψαν το ενδιαφέρον των επενδυτών σε
τοποθετήσεις χαμηλού κινδύνου, όπως τα κρατικά ομόλογα. Στη συνέχεια ωστόσο, η
υποχώρηση των γεωπολιτικών κινδύνων και η διαφαινόμενη ανάπτυξη της παγκόσμιας
οικονομίας και κυρίως της οικονομίας των ΗΠΑ συνέβαλαν στη σταδιακή στροφή των
επενδυτών από τις αγορές τίτλων σταθερού εισοδήματος προς τις χρηματιστηριακές
αγορές.

Αναλυτικότερα, η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών στο Σύστημα Άυλων Τίτλων της Τράπεζας της Ελλάδος αυξήθηκε σε 24 δισ. ευρώ το 2003, από 19,7 δισ. ευρώ το 2002, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2004 παρουσίασε περαιτέρω άνοδο. Η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών μέσω της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ) ανήλθε σε 2,7 δισ. ευρώ το 2003, έναντι 2,3 δισ. ευρώ το 2002.

Η άνοδος αυτή των συναλλαγών αντανακλά την αυξημένη ζήτηση ομολόγων κυρίως από επενδυτές του εξωτερικού, αλλά και του εσωτερικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής του ισοζυγίου πληρωμών, η καθαρή εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό για τοποθετήσεις σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ανήλθε σε 18,8 εκατ. ευρώ και ήταν αυξημένη κατά 58% σε σχέση με το 2002. Ανοδική πορεία ακολούθησαν οι συναλλαγές στην ΗΔΑΤ και κατά τους πρώτους 3 μήνες του 2004. Οι συναλλαγές σε τίτλους μακροχρόνιας διάρκειας (10 ετών και άνω) αποτέλεσαν  το 76% του συνόλου των συναλλαγών που διενεργήθηκαν μέσω της ΗΔΑΤ το 2003, έναντι 59% το 2002 .

Η άνοδος των συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά συνέβαλε στην περαιτέρω ενίσχυση της ήδη υψηλής ρευστότητας της αγοράς αυτής, όπως διαπιστώνεται από τη μείωση της διαφοράς μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων τιμών για τίτλους με διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών, και, έτσι, στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της
αγοράς ομολόγων.

 

 Η χρηματιστηριακή αγορά μετοχών

 

Αισθητή ανάκαμψη σημείωσαν το 2003 όλα τα μεγέθη της χρηματιστηριακής αγοράς, ύστερα από τις αρνητικές αποδόσεις των τριών τελευταίων ετών. Συγκεκριμένα, οι τιμές των μετοχών, οι χρηματιστηριακές συναλλαγές και η άντληση κεφαλαίων από τη χρηματιστηριακή αγορά παρουσίασαν άνοδο σε σύγκριση με τα χαμηλά επίπεδα στα οποία είχαν διαμορφωθεί το 2002.

Οι εξελίξεις στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά το 2003 επηρεάστηκαν από ανάλογες εξελίξεις στις χρηματιστηριακές αγορές της ζώνης του ευρώ και των ΗΠΑ. Ειδικότερα, κατά το
πρώτο τρίμηνο του έτους οι τιμές των μετοχών ακολούθησαν διεθνώς πτωτική πορεία
με υψηλή μεταβλητότητα, που αντανακλούσε τις συνθήκες αβεβαιότητας σε σχέση με
τον πόλεμο στο Ιράκ και την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη. Στη συνέχεια όμως οι
τιμές των μετοχών παρουσίασαν σημαντική άνοδο. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν η
υποχώρηση των γεωπολιτικών εντάσεων στο Ιράκ, καθώς και οι αισιόδοξες
προβλέψεις για την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας (κυρίως στις ΗΠΑ)
και τη βελτίωση των επιχειρηματικών κερδών.

Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά επηρεάστηκε θετικά από τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν, αλλά και από τη σημαντική βελτίωση της κερδοφορίας των περισσότερων επιχειρήσεων με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), ύστερα από τη συνεχή υποχώρηση που είχε σημειωθεί την τριετία 200-2002. Συγκεκριμένα, τα προ φόρων κέρδη των εισηγμένων εταιριών αυξήθηκαν με ρυθμό 35% περίπου το 2003, έναντι μείωσης κατά 17% το 2002 και 19% το 2001.

Η αξία του συνόλου των συναλλαγών σε μετοχές στη χρηματιστηριακή αγορά αυξήθηκε σε 34.854 εκατ. ευρώ  το 2003, από 24.759 εκατ. ευρώ το 2002 . Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στη μεγάλη άνοδο που σημείωσαν οι συναλλαγές σε μετοχές επιχειρήσεων όλων των κλάδων, κυρίως όμως του χρηματοπιστωτικού τομέα (τράπεζες, εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, ασφαλιστικές και επενδυτικές επιχειρήσεις) και των εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων. Από τη σύγκριση της διάρθρωσης της αξίας των συναλλαγών σε μετοχές κατά κλάδο δραστηριότητας διαπιστώνεται ότι το 2003 αυξήθηκε το ποσοστό συμμετοχής των συναλλαγών σε μετοχές των τραπεζών, των εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων των λοιπών κλάδων , ενώ αντίθετα το αντίστοιχο ποσοστό των επιχειρήσεων που ανήκουν στους κλάδους των κατασκευών, των τηλεπικοινωνιών και των συμμετοχών παρουσίασε πτώση.

Η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών αυξήθηκε το 2003 και διαμορφώθηκε στα 141 εκατ. ευρώ, από 100 εκατ. ευρώ το 2002, ενώ άνοδο παρουσίασε και το πρώτο τρίμηνο του 2004 .
Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη του δείκτη εμπορευσιμότητας των μετοχών, ο οποίος
ανήλθε σε 4,7% το Δεκέμβριο του 2003 από το 3,5% το Δεκέμβριο του 2002, αν και,
στο τέλος Μαρτίου του 2004 σημείωσε μικρή υποχώρηση .

Η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων στο ΧΑΑ μετοχών αυξήθηκε σε 84.547 εκατ. ευρώ ή του 56% του ΑΕΠ στο τέλος του 2003, από το 65.760 εκατ. ευρώ ή 47% του ΑΕΠ στο τέλος του 2002. Άνοδο παρουσίασε η χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των μετοχών της
κύριας και της παράλληλης αγοράς. Το γεγονός αυτό αντανακλά κυρίως τη σημαντική
ενίσχυση των τιμών των μετοχών, καθώς ήταν περιορισμένη η επίδραση που άσκησαν
στη χρηματιστηριακή αξία το 2003 η εισαγωγή μετοχών νέων εταιριών και η αύξηση
του μετοχικού κεφαλαίου εταιριών με μετοχές εισηγμένες στη χρηματιστηριακή
αγορά.

Η επενδυτική συμπεριφορά των εγχώριων θεσμικών επενδυτών επηρέασε θετικά τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη χρηματιστηριακή αγορά από τον Απρίλιο του 2003 και μετά. Ωστόσο, στο τέλος του 2003 οι τοποθετήσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων και των εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου σε μετοχές εισηγμένες στο ΧΑΑ παρουσίασαν άνοδο κατά 21% σε σχέση με το τέλος του 2002, δηλαδή αυξήθηκαν με ρυθμό μικρότερο εκείνου των τιμών των μετοχών.

Αντίθετα, πολύ ενισχυμένες ήταν οι τοποθετήσεις μη κατοίκων στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής του ισοζυγίου πληρωμών, η καθαρή εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό για τοποθετήσεις σε μετοχές εισηγμένες στο ΧΑΑ αυξήθηκε κατά 55% και ανήλθε σε 2.240 εκατ. ευρώ το 2003, έναντι 1.442 εκατ. ευρώ το 2002.

Ελαφρά ανάκαμψη σημείωσε το 2003 η άντληση κεφαλαίων μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς. Συγκεκριμένα, τα  συνολικά κεφάλαια που αντλήθηκαν ανήλθαν σε 378 εκατ. ευρώ, έναντι 353 εκατ. ευρώ το 2002. Τα κεφάλαια αυτά άντλησαν 48 εταιρίες (2002:37), από τις οποίες οι 13 εισήγαγαν για πρώτη φορά τις μετοχές τους στο χρηματιστήριο και άντλησαν 61 εκατ. ευρώ (2002: 14 εταιρίες, 86 εκατ. ευρώ). Ειδικότερα, 53% περίπου των συνολικών κεφαλαίων αντλήθηκε από εταιρίες  του κλάδου των τραπεζών και των ασφαλειών και 21% από βιομηχανικές εταιρίες.

Μεταξύ του τέλους Δεκεμβρίου του 2002 και του τέλους Δεκεμβρίου του 2003, ο δείκτης τιμών των τραπεζικών μετοχών αυξήθηκε κατά 58%, ακολουθώντας ανοδική πορεία με διακυμάνσεις στη διάρκεια του έτους, ενώ ελαφρά άνοδο σημείωσε και τους τρεις πρώτους μήνες του 2004 . Εντυπωσιακή άνοδο (92%) παρουσίασε η ημερήσια αξία
των συναλλαγών σε μετοχές του κλάδου, η οποία διαμορφώθηκε σε 26 εκατ. ευρώ το
2003, από το 2002. Ανάλογη πορεία ακολούθησε και η μέση μηνιαία εμπορευσιμότητα
των τραπεζικών μετοχών, η οποία ανήλθε σε 2,3% το Δεκέμβριο του 2003, από 0,8%
το Δεκέμβριο του 2002 . Ο λόγος των τιμών των τραπεζικών μετοχών προς τα κέρδη ανά μετοχή (Ρ/Ε) αυξήθηκε  σε 15 στο τέλος Δεκεμβρίου του 2003, από 13 στο τέλος Δεκεμβρίου του 2002, ενώ η μερισματική απόδοσή τους μειώθηκε σε 3% στο τέλος του 2003, από 3,4% στο τέλος του 2002. Γενικά, τα χρηματιστηριακά μεγέθη του τραπεζικού
κλάδου βελτιώθηκαν το 2003 περισσότερο από ό,τι εκείνα του συνόλου της αγοράς.
Η εξέλιξη αυτή συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, εκτός από γενικότερους λόγους που
προαναφέρθηκαν, με το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον  για μετοχές του κλάδου αυτού από ξένους και εγχώριους θεσμικούς επενδυτές, αλλά και με σημαντική άνοδο της κερδοφορίας των
τραπεζών το 2003. Αναλυτικότερα, τα προ φόρων κέρδη των ελληνικών τραπεζών με
μετοχές εισηγμένες στο ΧΑΑ, τα οποία είχαν μειωθεί κατά 47% το 2002 και 11% το
2001, αυξήθηκαν κατά 34% το 2003. Η άνοδος αυτή προέρχεται κυρίως από τη
σημαντική ενίσχυση των οργανικών εσόδων (καθαρών εσόδων από τόκους) των
τραπεζών και τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους. Επίσης, άνοδο, σε
μικρότερο όμως βαθμό, σημείωσαν τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, καθώς
και τα έσοδα από προμήθειες και τίτλους.

Οι τιμές των μετοχών των εταιριών επενδύσεων αυξήθηκαν κατά 54,2% μεταξύ του τέλους του 2002 και του τέλους του 2003. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι το υψηλό ποσοστό (67%) του χαρτοφυλακίου των εταιριών αυτών αποτελείται από μετοχές εισηγμένες στη χρηματιστηριακή αγορά, ενώ και η κερδοφορία των εν λόγω εταιριών παρουσίασε εντυπωσιακή ανάκαμψη (190%).

Όσον αφορά τις κατασκευαστικές εταιρίες, οι τιμές των μετοχών τους υποχώρησαν κατά 5%, παρά την αξιόλογη άνοδο της κερδοφορίας (21%) των εταιριών αυτών το 2003. Η υποχώρηση των τιμών των μετοχών του κατασκευαστικού κλάδου οφείλεται στα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπισαν πολλές από τις επιχειρήσεις του κλάδου λόγω του υπερδιπλασιασμού των βραχυπρόθεσμων δανειακών τους υποχρεώσεων το 2002 (109%), του πολύ υψηλού ποσοστού των υποχρεώσεων αυτών στις συνολικές δανειακές τους υποχρεώσεις, καθώς και του πολύ μικρού ύψους των κεφαλαίων (7,5 εκατ. ευρώ) που αντλήθηκαν τα τελευταία δύο έτη από το χρηματιστήριο.

Τέλος, οι τιμές των μετοχών των βιομηχανικών επιχειρήσεων παρουσίασαν άνοδο κατά 15% περίπου στο τέλος του 2003, σε σύγκριση με το τέλος του 2002. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε, εκτός από τους γενικότερους παράγοντες που προαναφέρθηκαν, και η ανάκαμψη της κερδοφορίας (16%) των βιομηχανικών επιχειρήσεων με μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Όλοι οι επιμέρους κλάδοι της μεταποίησης σημείωσαν αύξηση των κερδών τους, με
εξαίρεση, τους κλάδους των προϊόντων ξύλου και φελλού, προϊόντων χάρτου,
ναυπηγείων, βασικών μετάλλων, μεταλλικών προϊόντων και καπνού, οι οποίοι
παρουσίασαν πτώση.

Εξάλλου, κατά το προηγούμενο έτος συνεχίστηκε η εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας της ελληνικής αγοράς κεφαλαίων με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό και τέθηκε σε εφαρμογή σειρά μέτρων για την εξυπηρέτηση και προστασία του επενδυτικού κοινού, την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά, τη βελτίωση του πλαισίου εποπτείας που διέπει την εισαγωγή εταιριών στο χρηματιστήριο, καθώς και την εύρυθμη
λειτουργία των φορέων της αγοράς κεφαλαίων. Επισημαίνεται ότι το 2003 τέθηκε σε
εφαρμογή ο Ν. 3152/2003, ο οποίος ρυθμίζει την ίδρυση και λειτουργία
χρηματιστηρίων ως ανώνυμων πολυμετοχικών εταιριών και θεσπίζει όρους και
προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας τους, ενώ διαχωρίζονται πλήρως
οι αρμοδιότητες της  Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από αυτές του Χρηματιστηρίου.

Επίσης, ψηφίστηκε και εφαρμόζεται ο Ν. 3156/2003 για την έκδοση εταιρικών ομολογιακών δανείων, ο οποίος βελτιώνει το ισχύον καθεστώς στην αγορά των δανείων αυτών και αναμένεται να ενισχύσει τη ρευστότητα και τις δυνατότητες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Εξάλλου, στο πλαίσιο της εισαγωγής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ) στην Ελλάδα, συγκροτήθηκε με τον Ν. 3148/2003 η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, η οποία θα έχει την εποπτεία και την ευθύνη του έργου των ορκωτών ελεγκτών.
Τέλος, σημαντική εξέλιξη θεωρείται η ολοκλήρωση (το 2003) του Κώδικα της
Κεφαλαιαγοράς, που έχει στόχο να συστηματοποιήσει και να ενοποιήσει την
υπάρχουσα νομοθεσία για την ελληνική αγορά κεφαλαίων. Σημειώνεται ότι ο κώδικας
αυτός ενσωματώνει, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την
κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών και τη χειραγώγηση των τιμών στο
χρηματιστήριο.

 

 

 Η αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων

 

Η δραστηριότητα στην αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων παρουσίασε άνοδο το 2003, μετά τη συνεχή κάμψη των τριών τελευταίων ετών . Συγκεκριμένα, η αξία του ενεργητικού των αμοιβαίων κεφαλαίων αυξήθηκε κατά 5 δισ. ευρώ ή 19,5% σε 30,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2003, από 25,4 δισ. ευρώ το 2002. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών, αλλά και του αριθμού των κυκλοφορούντων μεριδίων.

Η αύξηση των τιμών αφορούσε τα μερίδια των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων λόγω της ανάκαμψης των τιμών των μετοχών στη χρηματιστηριακή αγορά και, σε μικρότερο βαθμό, τις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες αμοιβαίων κεφαλαίων. Ο αριθμός των κυκλοφορούντων μεριδίων παρουσίασε σημαντική άνοδο στην περίπτωση των αμοιβαίων κεφαλαίων διαθεσίμων και των ομολογιακών αμοιβαίων κεφαλαίων, μικρή αύξηση στα μετοχικά και πτώση στα μικτά αμοιβαία κεφάλαια. Εξάλλου, μικρή περαιτέρω άνοδο σημείωσε το ενεργητικό των αμοιβαίων κεφαλαίων κατά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.

Η ζήτηση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων καλύφθηκε κυρίως από τα αμοιβαία κεφάλαια που υπήρχαν στην αγορά στα τέλη του 2002 και, σε μικρότερη έκταση, από τη διάθεση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων τα οποία άρχισαν τη λειτουργία τους εντός του 2003. Αναλυτικότερα, το 2003 ιδρύθηκαν 22 νέα αμοιβαία κεφάλαια (8 μετοχικά, 7 μικτά, 6 ομολογιακά και 1 διαθεσίμων), η αξία του ενεργητικού των οποίων ήταν 702 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2003 και αντιπροσώπευε το 2,3% περίπου της αξίας του ενεργητικού του
συνόλου των αμοιβαίων κεφαλαίων. Εξάλλου, 20 αμοιβαία κεφάλαια έπαυσαν να
λειτουργούν το 2003, ενώ ένα αμοιβαίο κεφάλαιο άλλαξε επενδυτικό σκοπό και
υπάγεται πλέον στην κατηγορία των αμοιβαίων κεφαλαίων διαθεσίμων. Με βάση αυτές
τις εξελίξεις, ο αριθμός των αμοιβαίων κεφαλαίων ανήλθε σε 265 στο τέλος του
2003, από το 263 το 2002 και 272 το 2001. Επισημαίνεται ότι το 2003
δραστηριοποιήθηκαν δύο νέες Ανώνυμες Εταιρίες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων
(ΑΕΔΑΚ), ενώ μία ΑΕΔΑΚ διέκοψε τη λειτουργία της, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους
να ανέλθει σε 29 στο τέλος του 2003, από 28 το 2002 και 26 το 2001.

Η επενδυτική συμπεριφορά των αμοιβαίων κεφαλαίων το 2003 είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τις αυξημένες τοποθετήσεις σε προϊόντα της ελληνικής αγοράς χρήματος, σε ομόλογα εξωτερικού και σε μετοχές εισηγμένες στο ΧΑΑ. Συγκεκριμένα, η άνοδος του ενεργητικού κατά 5 δισ. ευρώ μεταξύ τέλους Δεκεμβρίου του 2002 και τέλους Δεκεμβρίου του 2003 προήλθε από την αύξηση των τοποθετήσεων σε repos εσωτερικού (1.972 εκατ. ευρώ), σε ομόλογα εξωτερικού (1800 εκατ. ευρώ), σε μετοχές εισηγμένες στο ΧΑΑ (1.123
εκατ. ευρώ), σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου (290 εκατ. ευρώ) καθώς και σε
σύνθετες πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων (154 εκατ. ευρώ).
Αντίθετα, πτώση παρουσίασαν οι τοποθετήσεις σε καταθέσεις και μετρητά (-322
εκατ. ευρώ) και σε repos εξωτερικού (-106 εκατ. ευρώ).

 

 

 

 

 

 

[1] Η ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (2003).